Η βιομηχανία τροφίμων-ποτών υπήρξε στο παρελθόν, αλλά αναδεικνύεται σήμερα και στο εγγύς μέλλον, σε βασικό παράγοντα στη συνεισφορά των Ελληνικών Εξαγωγών. Η οικονομική κρίση και οι αναπόφευκτοι περιορισμοί (όπως τα capital controls) επηρέασε σημαντικά τις επιχειρηματικές δραστηριότητες προκαλώντας μία συρρίκνωση και εσωστρέφεια. Σε αντίθεση τρόφιμα και ποτά αντιστάθηκαν, ενώ κέρδισαν έδαφος. Ειδικά την περίοδο 2012-2016 καταγράφει ανάπτυξη ως προς το σύνολο των εξαγωγών της χώρας το οποίο κατέγραψε μείωση.


Τετάρτη, 29 Αυγούστου 2018


Όπως αναφέρεται από την εταιρεία ερευνών IBHS, βάσει των διψήφιων κωδικών CN2 που τηρεί η ΕΛΣΤΑΤ, την τελευταία πενταετία οι συνολικές εξαγωγές τροφίμων και ποτών αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 22,3%, φτάνοντας το 2016 στα 5,18 δισ. ευρώ, ενώ συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, είχε σημειωθεί περαιτέρω άνοδος της τάξης του 5,9%.

Την ίδια περίοδο το σύνολο των εξαγωγών της χώρας υποχώρησε κατά 7,8%, μειούμενο το 2016 στα 25,4 δισ. ευρώ, ως άμεση συνέπεια της παρατεταμένης ύφεσης που ταλαιπωρεί την οικονομία μας. Στο πλαίσιο αυτό, η ποσοστιαία συμμετοχή του ευρύτερου κλάδου των τροφίμων και ποτών στη σύνθεση του εξαγωγικού εμπορίου ενισχύθηκε κατά 6 μονάδες, από 15,4% το 2012 σε 20,4% το 2016.

Αναφορικά με τη σύνθεση των εξαγωγών του κλάδου ανά γενική κατηγορία, το μεγαλύτερο μέγεθος σε αξία εντοπίζεται στα επεξεργασμένα φρούτα και τα λαχανικά (κυρίως κομπόστες, κονσέρβες κ.λπ.) και ακολούθως στα νωπά φρούτα, στα λάδια και τα λίπη (κυρίως ελαιόλαδο), τα ψάρια (προϊόντα ιχθυοκαλλιεργειών) και τα γαλακτοκομικά προϊόντα.

Το «καλάθι» τροφίμων των εξαγωγών μας
Πιο αναλυτικά, το 2016 οι εξαγωγές επεξεργασμένων φρούτων και λαχανικών διαμορφώθηκαν στα 945 εκατ. ευρώ, παραμένοντας σταθερές σε σχέση με το 2015. Οι εξαγωγές νωπών και ξερών φρούτων αυξήθηκαν κατά 10,1%, στα 898 εκατ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές λιπών και λαδιών υποχώρησαν κατά 6,7% στα 705 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω του ελαιόλαδου.

Επίσης, στα ψάρια καταγράφηκε άνοδος 9,8%, στα 657 εκατ. ευρώ, ενώ ενίσχυση παρατηρήθηκε και στις εξαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων κατά 3,1%, στο ύψος των 575 εκατ. ευρώ.

Επίσης, σημαντική άνοδος προέκυψε στα δημητριακά (80%), στα διάφορα παρασκευάσματα (18,3%), στα ζαχαρώδη (20%), στα παρασκευάσματα κρεάτων και ψαριών (16,5%), στον καφέ, το τσάι και τα μπαχαρικά (15%) κ.ά.

Γενικά το 2016 αποτέλεσε ένα σαφώς εξαγωγικό έτος για την πλειονότητα των κατηγοριών τροφίμων, καθώς μείωση εξαγωγών καταγράφηκε μόνο σε πέντε ομάδες αγαθών, ήτοι στα επεξεργασμένα φρούτα και λαχανικά (μικρή μείωση), στα λίπη τα λάδια, τα ποτά, τους ξηρούς καρπούς και σπόρους και τα προϊόντα αλευροποιίας.

Παρατηρώντας τη εξέλιξη των εξαγωγών την τελευταία πενταετία, διαπιστώνεται ότι σημαντική σωρευτική άνοδο –και επομένως θετική συνεισφορά στην εξαγωγική δραστηριότητας της βιομηχανίας τροφίμων – εμφάνισαν τα λίπη και τα λάδια (62,8%), τα γαλακτοκομικά προϊόντα (59,3%), τα διάφορα παρασκευάσματα (60%), τα παρασκευάσματα δημητριακών (43%), τα νωπά φρούτα (16,5%) κ.ά.

Βάσει των προαναφερόμενων μεγεθών και μεταβολών, το 2016 τα επεξεργασμένα φρούτα και λαχανικά αποτέλεσαν το 18,2% των εξαγωγών του κλάδου έναντι 20,8% το 2012, τα νωπά φρούτα κατέλαβαν το 17,3% έναντι 18,2% το 2012, τα λίπη και λάδια το 13,6%, ποσοστό σημαντικά ενισχυμένο έναντι 10,2% το 2012, τα ψάρια το 12,7% έναντι 14,2% αντίστοιχα, και τα γαλακτοκομικά προϊόντα το 11,1% έναντι 8,5% ομοίως.

Ο κύριος εξαγωγικός προορισμός της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων είναι οι χώρες της Ε.Ε., σε ποσοστό 78,4% το 2016, ενισχυμένο έναντι ενός 75% το 2012. Τον τελευταίο χρόνο οι εξαγωγές στην ευρωπαϊκή αγορά ξεπέρασαν τα 4 δισ. ευρώ, καταγράφοντας άνοδο 6,1% σε σχέση με το 2015, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στις τρίτες χώρες ανήλθε στα 1,1 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 5,3%. Σε βάση πενταετίας, το ενδοκοινοτικό εξαγωγικό εμπόριο του κλάδου εμφανίζεται ενισχυμένο κατά 27,8% σε όρους αξίας, έναντι 5,8% στις τρίτες αγορές.

Η διάκριση ανά χώρα αναδεικνύει την Ιταλία ως τον κυριότερο εξαγωγικό προορισμό για την ελληνική βιομηχανία τροφίμων, καθώς το 2016 στην ιταλική αγορά εξήχθησαν προϊόντα αξίας 1,03 δισ. ευρώ (-3,5% έναντι του 2015). Το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών μας στην Ιταλία αφορά στο ελαιόλαδο, το οποίο, ωστόσο, πωλείται χύμα και σε χαμηλές τιμές είτε ως πρώτη ύλη για την ιταλική βιομηχανία τροφίμων είτε για τον εμπλουτισμό των ιταλικών ελαιολάδων, που διατίθενται τυποποιημένα στην ιταλική και τη διεθνή αγορά.

Επίσης, οι εξαγωγές μας στη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 7,1% (στα 725,6 εκατ. ευρώ), στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά 6,5% (στα 357,3 εκατ. ευρώ), στις ΗΠΑ κατά 6,1% (στα 298 εκατ. ευρώ), χώρα η οποία αποτελεί τον κυριότερο προορισμό εκτός Ε.Ε., στην Κύπρο κατά 8,4% (στα 257,2 εκατ. ευρώ) κ.λπ.

Σε σχέση με το 2012 τη μεγαλύτερη αύξηση εμφάνισαν οι εξαγωγές μας στις ΗΠΑ (67,7%), τη Ρουμανία (56,8%), το Ηνωμένο Βασίλειο (37,5%), την Ιταλία (37,3%) κ.ά. Μεταξύ των κυριότερων προορισμών εξαγωγής των ελληνικών τροφίμων υποχώρηση εντοπίστηκε μόνο στη Βουλγαρία (-7,9%).

Το 2016 η Ιταλία απορρόφησε σχεδόν το 20% των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων σε αξία, η Γερμανία το 14%, το Ηνωμένο Βασίλειο το 7%, οι ΗΠΑ το 5,7% και η Κύπρος το 5%.

Η εικόνα των εξαγωγών το 2017 φαίνεται να διαφοροποιείται συγκριτικά με την ανοδική τάση των προηγούμενων ετών, καθώς –σύμφωνα με τους μονοψήφιους κωδικούς της Τυποποιημένης Ταξινόμησης του Διεθνούς Εμπορίου και στοιχεία του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ)– το σύνολο των εξαγωγών τροφίμων και ποτών τους πρώτους εννιά μήνες του έτους είναι ήπια μειωμένο κατά 2,8% σε ετήσια βάση, στο επίπεδο των 4,08 δισ. ευρώ.

Το ΚΕΕΜ παρέχει πιο αναλυτικά στοιχεία σχετικά με συγκεκριμένα προϊόντα και τη θέση τους στον εξαγωγικό χάρτη της χώρας. Βάσει αυτών, στον πίνακα των 20 πιο εξαγώγιμων προϊόντων για το εννεάμηνο του έτους συναντούμε:

  • στην 4η θέση τα ψάρια, € 392,4 εκατ. ευρώ (4,6%),
  • στην 5η θέση τα τυροκομικά προϊόντα, € 334,5 εκατ. ευρώ (5,4%),
  • στην 6η θέση διάφορα επεξεργασμένα λαχανικά, € 331,8 εκατ. ευρώ (10,1%),
  • στην 9η θέση το παρθένο ελαιόλαδο, € 282 εκατ. ευρώ (-26%),
  • στην 16η θέση τα βερίκοκα, κεράσια και ροδάκινα € 152,5 εκατ. ευρώ (-10,3%),
  • στην 18η θέση τα άλλα παρασκευάσματα διατροφής € 141,4 εκατ. ευρώ (24,4%).

Από τα παραπάνω προϊόντα επισημαίνεται ιδιαίτερα η σημαντική υποχώρηση στις εξαγωγές ελαιόλαδου, τόσο σε αξία όσο και σε ποσότητα, γεγονός που οφείλεται στη πρόσφατη μείωση της καλλιέργειας και κατά συνέπεια της παραγωγής οπότε το  προϊόν κατέγραψε απώλεια πέντε θέσεων στην κατάταξη (από την 4η στην 9η θέση).